- ὑπεραγρυπνεῖν
- ὑπεραγρυπνέωkeep watch forpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεραγρυπνώ — έω, MA αγρυπνώ για κάποιον, μένω άγρυπνος για χάρη κάποιου («τῶν ψυχῶν ὑπεραγρυπνεῑν», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek